- αλι-
- Γλωσσ.α' συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι- ως α' συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά περιορισμένος αριθμός λέξεων με α' συνθ. ἁλι-. Οι λέξεις αυτές είτε είναι κληρονομημένες από τα Αρχαία (πρβλ. ἁλίπαστος), είτε έχουν πλαστεί κατά το πρότυπο τών συνθέτων λ. τής Αρχαίας (πρβλ. αλιπηγή, αλίφονας), είτε αποτελούν μεταφορά στα Ελληνικά ξενικών επιστημονικών όρων (πρβλ. αλιθήριο, αλικόρη, αλίχοιρος, αλίπλαγκτο).Παραδείγματα συνθέτων λ. με α' συνθ. ἁλι- «θάλασσα» αρχ.-νεοελλ. ἁλίβρεκτοςαρχ.ἁλίβρομος, ἁλίβροχος, ἁλιβρώς, ἁλιγείτων, ἁλιγενής, ἁλίδονος, ἁλίδουπος, ἁλίδρομος, ἁλιειδής, ἁλιεργής, ἁλιερκής, ἁλικλής, ἁλιήρης, ἁλιηχής, ἁλίκλυστος, ἁλίκμητος, ἁλίκρας, ἁλικρόκαλος, ἁλίκτυπος, ἁλικύμων, ἁλιμέδων, ἁλιμήδης, ἁλιμυρήεις, ἁλιμυρής, ἁλιναιέτης, ἁλινηχής, ἁλίξαντος, ἁλίοικος, ἁλίπεδον, ἁλίπλαγκτος, ἁλιπλανής, ἁλίπληκτος, ἁλιπλήξ, ἁλίπλους, ἁλίπνοος, ἁλιπόρφυρος, ἁλιρραγής, ἁλίρραντος, ἁλίρροιζος, ἁλίρρους, ἁλίρρυτος, ἁλισμάραγος, ἁλίσμηκτος, ἁλίστονος, ἁλίστρεπτος, ἁλιτενής, ἁλιτρεφής, ἁλίτροπος, ἁλίτροχος, ἁλίτρυτος, ἁλίτυπος, ἁλιφθόρος, ἁλίφλοιος, ἁλίχλαινοςαρχ.-μσν.ἁλίζωος, ἁλίρροθος, ἁλίσπαρτος, ἁλιστέφανοςνεοελλ.άλιδρυς, αλιθήριο, αλικόρη, αλικύστη, αλίπλαγκτο, αλίσαρκα, αλίστεμμα, αλίφονας, αλίχοιρος, αλιχόνδρια, αλιώτις. Σύνθετες λ. με α' συνθ. ἁλι- «αλάτι» αρχ.-νεοελλ. αλίπαστοςαρχ.ἁλίτυροςνεοελλ.αλιπηγή. Κατά το πρότυπο τών λ. τής αρχαίας Ελληνικής με α' συνθ. ἁλι- πλάστηκαν και αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, όπως λ.χ. (νεολατιν.) halicore (αλικόρη*), haliplankton (αλίπλαγκτο*), halichoerus- γαλλ. halichere (αλίχοιρος*) κ.λπ. (βλ. και ἁλο-).
Dictionary of Greek. 2013.